φυλάσσει

φυλάσσει
φυλάσσω
keep watch and ward
pres ind mp 2nd sg
φυλάσσω
keep watch and ward
pres ind act 3rd sg
φῡλάσσει , φυλάζω
form into tribes
aor subj act 3rd sg (epic)
φῡλάσσει , φυλάζω
form into tribes
fut ind mid 2nd sg (epic)
φῡλάσσει , φυλάζω
form into tribes
fut ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • μεταληπτικός — μεταληπτικός, ή, όν (ΑM) [μεταλαμβάνω] αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι αρχ. 1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.) 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο… …   Dictionary of Greek

  • μύχουρο — μύχουρος, ὁ (Α) αυτός που φυλάσσει τους μυχούς, που φρουρεί τα ενδότερα, τα εσώτατα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + οὖρος «φύλακας, φρουρός» (πρβλ. επί ουρος, νομί ουρος] …   Dictionary of Greek

  • νήοχος — νήοχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί οχος, λιμενή οχος] …   Dictionary of Greek

  • νομοφυλακικός — νομοφυλακικός, ή, όν (Α) [νομοφύλαξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοφύλακα 2. αυτός που φροντίζει για την τήρηση τών νόμων, που φυλάσσει τους νόμους …   Dictionary of Greek

  • ολβιόφρουρος — ὀλθιόφρουρος, ον (Μ) αυτός που φρουρεί, που φυλάσσει την ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + φρουρός] …   Dictionary of Greek

  • παραθηκάρης — ὁ, Μ αυτός που φυλάσσει την παραθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραθήκη + κατάλ. άρης (πρβλ. νωτ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοφύλακας — ο / πλαγιοφύλαξ, ακος, ΝΑ στρατιώτης που κατά τη διάρκεια μάχης φυλάσσει τα πλάγια τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φύλαξ /φύλακας] …   Dictionary of Greek

  • προπάροιθε(ν) — Α Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.) 1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ. β. «τῆς δ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.) 2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.) II. (ως επίρρημα) 1. τοπ. μπροστά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”